εναποικοδομώ

εναποικοδομώ
ἐναποικοδομῶ (-έω) (Α)
κλείνω κάποιον σ' ένα οικοδόμημα χωρίς έξοδο («τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν», Πολύαιν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”